καβγατζίδικος

καβγατζίδικος
η , ο скандальный (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καβγατζίδικος" в других словарях:

  • καβγατζίδικος — και καυγατζίδικος, η, ο [καβγατζής] σχετικός με καβγά, εριστικός. επίρρ... καβγατζίδικα και καυγατζίδικα με εριστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • καβγατζίδικος — η, ο επίρρ. α που αναφέρεται στον καβγά, εριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καυγατζίδικος — η, ο βλ. καβγατζίδικος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»